σαρκόπλασμα

σαρκόπλασμα
το, Ν
ανατ. το αδιαφοροποίητο κυτταρόπλασμα τής μυϊκής ίνας, σε αντιδιαστολή με τα μυοϊνίδια, τα μιτοχόνδρια και το σαρκοπλασματικό δίκτυο, που αποτελούν το διαφοροποιημένο πρωτόπλασμα, αλλ. μυόπλασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sar coplasma (< σάρξ, σαρκός + πλάσμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σαρκοπλασματικός — ή, ό, Ν [σαρκόπλασμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σαρκόπλασμα 2. φρ. «σαρκοπλασματικό δίκτυο» βιολ. δίκτυο μεμβρανωδών σακοειδών αγωγών που περιβάλλει τα μυοϊνίδια και το οποίο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον έλεγχο τής μυϊκής… …   Dictionary of Greek

  • μυόπλασμα — το (ιστολ.) πρωτόπλασμα το οποίο περιβάλλει τον πυρήνα τών μυϊκών κυττάρων ή ινών, αλλ. σαρκόπλασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”